- εὐφορία
- εὐφορίᾱ , εὐφορίαpower of enduring easilyfem nom/voc/acc dualεὐφορίᾱ , εὐφορίαpower of enduring easilyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐφορίᾳ — εὐφορίᾱͅ , εὐφορία power of enduring easily fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφορία — η 1. πλούσια παραγωγή, άφθονη καρποφορία, γονιμότητα: Ευφορία της γης. 2. αίσθημα ευεξίας του άρρωστου: Σήμερα έχει κάποια ευφορία ο ασθενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευφορία — η (ΑΜ εὐφορία) [εύφορος] 1. (για καλλιέργεια) γονιμότητα, παραγωγικότητα, άφθονη καρποφορία, πολυκαρπία, καλή σοδειά 2. το συναίσθημα τής ευεξίας όσων βρίσκονται σε ανάρρωση ή σε καλή κατάσταση υγείας, η ευεξία νεοελλ. ιατρ. έντονο αίσθημα… … Dictionary of Greek
εὐφορίας — εὐφορίᾱς , εὐφορία power of enduring easily fem acc pl εὐφορίᾱς , εὐφορία power of enduring easily fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφορίαι — εὐφορίᾱͅ , εὐφορία power of enduring easily fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφορίαν — εὐφορίᾱν , εὐφορία power of enduring easily fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφοριῶν — εὐφορία power of enduring easily fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφορίαις — εὐφορία power of enduring easily fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφορίη — εὐφορία power of enduring easily fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφορίην — εὐφορία power of enduring easily fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)